- περιουσία
- ητο σύνολο των υλικών αγαθών ενός ατόμου, τα υπάρχοντα, το βιος, τα πλούτη: Έφαγε ολόκληρη περιουσία στα χαρτιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιουσία — περιουσίᾱ , περιουσία sum fem nom/voc/acc dual περιουσίᾱ , περιουσία sum fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… … Dictionary of Greek
περιουσίᾳ — περιουσίαι , περιουσία sum fem nom/voc pl περιουσίᾱͅ , περιουσία sum fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσίας — περιουσίᾱς , περιουσία sum fem acc pl περιουσίᾱς , περιουσία sum fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσίαι — περιουσία sum fem nom/voc pl περιουσίᾱͅ , περιουσία sum fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίδρυμα — Περιουσία που είναι αφιερωμένη από τον ιδρυτή στην εξυπηρέτηση ενός διαρκούς σκοπού και έχει νομική προσωπικότητα. Η σύστασή του μπορεί να γίνει με δικαιοπραξία εν ζωή –οπότε χρειάζεται να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο– ή με πράξη τελευταίας … Dictionary of Greek
περιουσιάσας — περιουσιά̱σᾱς , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem acc pl (doric) περιουσιά̱σᾱς , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem gen sg (doric) περιουσιάσᾱς , περιουσιάζω have more than enough aor part act masc nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσίαν — περιουσίᾱν , περιουσία sum fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιάσαι — περιουσιά̱σᾱͅ , περιουσιάζω have more than enough fut part act fem dat sg (doric) περιουσιάζω have more than enough aor inf act περιουσιάσαῑ , περιουσιάζω have more than enough aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσιῶν — περιουσία sum fem gen pl περιουσιάζω have more than enough fut part act masc voc sg περιουσιάζω have more than enough fut part act neut nom/voc/acc sg περιουσιάζω have more than enough fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)